συμφθείρομαι

συμφθείρομαι
συμφθείρω
destroy together
aor subj mid 1st sg (epic)
συμφθείρω
destroy together
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • растлеваюся — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  порчусь, повреждаюсь; разбиваюсь, сокрушаюсь, разрушаюсь;… …   Словарь церковнославянского языка

  • συμφθείρω — Α [φθείρω / ομαι] 1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.) 2. παθ. συμφθείρομαι α) έχω κακό συναπάντημα β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι… …   Dictionary of Greek

  • σύμφθαρσις — άρσεως, ἡ, Α [συμφθείρομαι] 1. (για χρώματα) βαθμιαία αλλαγή 2. ανάμιξη …   Dictionary of Greek

  • φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”